διακόνιον

διακόνιον
διακόνιον
Grammatical information: n.
Meaning: μάζα η ζωμὸς, καὶ ἡ κρηπὶς τοῦ πλακοῦντος (Pherecr. fr. 156), οἱ δε πέμματα ἐξαπτόμενα τῆς εἰρεσιώνης H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: A cake. Further unknown.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διακόνιον — cake neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακόνια — διακόνιον cake neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακονιό — το (AM διακόνιον) μσν. νεοελλ. ζητιανιά, επαιτεία αρχ. μσν. 1. το λειτούργημα τού διακόνου 2. η παράπλευρη στην εκκλησία αίθουσα όπου συγκεντρώνονται ο διάκονοι αρχ. είδος πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. Η ετυμολογική της σύνδεση με το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”